ρώθων

ρώθων
(-ωνος) ο см. ρουθούνι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ρώθων" в других словарях:

  • ῥώθων — nose masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥωθώνων — ῥώθων nose masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώθωνα — ῥώθων nose masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώθωνας — ῥώθων nose masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώθωνες — ῥώθων nose masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώθωνι — ῥώθων nose masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώθωνος — ῥώθων nose masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώθωσι — ῥώθων nose masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώθωσιν — ῥώθων nose masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρωθώνιον — τὸ, Μ [ῥώθων, ωνος] 1. (ως υποκορ. τού ῥώθων) ράμφος πτηνού 2. μτφ. η μύτη υποδήματος …   Dictionary of Greek

  • ρουθουνίζω — και ρωθωνίζω Ν [ρουθούνι / ῥώθων] αναπνέω θορυβωδώς με τη μύτη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»